τσαμπουκαλίδικος

τσαμπουκαλίδικος
-η, -ο
1. που έχει σχέση με τσαμπουκαλή (βλ. λ.): Τσαμπουκαλίδικη γλώσσα.
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τσαμπουκαλίδικα συνθηματική γλώσσα ανθρώπων του υποκόσμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσαμπουκαλίδικος — η, ο, Ν 1. μάγκικος, ζόρικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσαμπουκαλίδικα είδος συνθηματικής διαλέκτου τών ανθρώπων τού υποκόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκαλής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μερακλ ίδικος, μπελαλ ίδικος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”